θέρος

θέρος
(I)
ο
1. ο θερισμός
2. η εποχή τού θερισμού
3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» — λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους].
————————
(II)
το (ΑΜ θέρος)
μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από όλες, το καλοκαίρι («ἅμα ἧρι τοῡ επιγενομένου θέρους», Θουκ.)
νεοελλ.-μσν.
η περίοδος τού θερισμού
μσν.
ο θερισμός
μσν.-αρχ.
οι θερινοί καρποί, η συγκομιδή, η σοδειά
αρχ.·1. χρονική περίοδος κατά την οποία όλοι οι πλανήτες βρίσκονται στο θερινό ζώδιο
2. ένα έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θέρος (ομόρριζο τού θερμός, θέρομαι) συνδέεται με αρχ. ινδ. haras- «θερμότητα», αρμ. jer και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *gwher- «θερμός, ζεστός». Αρχικά σε πολλές ΙΕ γλώσσες δεν υπήρχαν διαφορετικές λέξεις για την άνοιξη και το καλοκαίρι, γιατί η παλαιότερη διάκριση ήταν μεταξύ δύο μόνον εποχών: χειμώνας και μη χειμώνας. Αρκετές λέξεις τής ΙΕ με σημ. «καλοκαίρι» συνδέονται ετυμολογικά με λέξεις όπως θερμός, καυτός (πρβλ. θέρος, θερμός). Η σημ. θέρος
«καλοκαίρι» αποτελεί νεωτερισμό τής Ελληνικής και προήλθε από τη σημ. «καλοκαιρινή θερμότητα». Η λ. καλοκαίρι(ον) άρχισε να χρησιμοποιείται στους βυζαντινούς χρόνους και βαθμιαία αντικατέστησε τη λ. θέρος. Τέλος, με τη σημ. «θερισμός» η λ. θέρος μπορεί να θεωρηθεί μεταρρηματικό τού θερίζω*.
ΠΑΡ. θέρετρο(ν), θεριακός, θερίζω, θερινός
αρχ.
θερίδιον, θερόεις.
ΣΥΝΘ. αρχ. θερίτροπος, μσν.-νεοελλ. θεροκοπώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θέρος — θέρος, ο και θερός, ο θερισμός: Παίρνει τη γυναίκα του στο θέρο. το ους, καλοκαίρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θέρος — summer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θέρος, Άγις — (Σπάρτη 1875 – Αθήνα 1961). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και λαογράφου Σπύρου Θεοδωρόπουλου. Το 1940, σε προχωρημένη ηλικία, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Τ’ ανθρώπινα (βραβείο υπουργείου Παιδείας) και ακολούθησαν διάφορα ποιητικά …   Dictionary of Greek

  • Ἀλλότριον ἀμᾶς θέρος. — См. Жнет где не сеял …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀλλότριον ἀμῶν θέρος. — См. Жнет где не сеял …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • θέρει — θέρος summer neut nom/voc/acc dual (attic epic) θέρεϊ , θέρος summer neut dat sg (epic ionic) θέρος summer neut dat sg θέρω heat pres ind mp 2nd sg θέρω heat pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρη — θέρος summer neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θέρος summer neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θέρω heat aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερέων — θέρος summer neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερῶν — θέρος summer neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρεος — θέρος summer neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”